Ο Φεβρουάριος του 1904 ξημέρωσε βαρύς για τη Μακεδονία, μα γεμάτος ελπίδα.

Οι πυρπολήσεις και οι σφαγές του προηγούμενου καλοκαιριού είχαν αφήσει πίσω τους συντρίμμια, αλλά και μια φλόγα που δεν έσβηνε. Η Ελλάδα, μετά από χρόνια δισταγμών, άρχισε επιτέλους να καταλαβαίνει ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν υπόθεση μακρινή — ήταν ζήτημα ύπαρξης.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Παύλος Μελάς, αξιωματικός του ελληνικού στρατού και σύμβολο μιας νέας εποχής.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1904, με το ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας», ξεκινά από την Αθήνα για να γνωρίσει από κοντά τη φλεγόμενη Μακεδονία. Δεν ταξιδεύει για να πολεμήσει, αλλά για να δει, να ακούσει και να καταλάβει! Να προετοιμάσει το έδαφος για τον μεγάλο αγώνα που ερχόταν.

Από τη Θεσσαλονίκη ως τα Γιαννιτσά και την περιοχή του Ρουμλουκιού, ο Μελάς περνά μέσα από χωριά, μιλά με δασκάλους, ιερείς και προκρίτους, καταγράφει τις ανάγκες και τους φόβους των ανθρώπων.

Καθ’ οδόν προς τον Νότο, κάνει στάση σε μια μικρή αλλά φιλόξενη πόλη: τον Κολινδρό της Πιερίας.

Η παρουσία του εκεί είναι σύντομη, μα σημαδιακή.

Ο Μελάς πέρασε δύο φορές από τον Κολινδρό: μία κατά την άνοδό του προς τη Μακεδονία και μία στην επιστροφή του προς την Αθήνα, τον Μάρτιο του 1904. Σύμφωνα με τις τοπικές μαρτυρίες, στη δεύτερη αυτή διέλευση διανυκτέρευσε στον οικισμό, πιθανότατα στην οικία του Θωμά Βένιου, μέλους της Επιτροπής Αγώνος.

Εκεί, μέσα σε μια μικρή εσωτερική αυλή με πέτρινα δάπεδα και μυρωδιά από καμένο ξύλο, λένε πως συναντήθηκε με μέλη της Επιτροπής Αγώνος Κολινδρού: τον Δημήτριο Αναστασιάδη, τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη, τον Αθανάσιο Γαλατσόπουλο, τον Ιωάννη Κυριακού και άλλους.

Μίλησαν χαμηλόφωνα για τα σώματα που σχηματίζονταν στο Ρουμλούκι, για τις ανάγκες του Αγώνα, για τους τρόπους μεταφοράς όπλων και προκηρύξεων.

Δεν έμεινε πολύ, μα άφησε πίσω του κάτι βαθύτερο από λόγια: την πεποίθηση ότι ο Αγώνας είχε πια αρχίσει πραγματικά.

Όταν αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη και κατόπιν για την Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 1904, τα βήματά του αντήχησαν στον Κολινδρό σαν υπόσχεση!

Η επίσκεψή του ενίσχυσε τη δράση των τοπικών επιτροπών και ενέπνευσε πολλούς Κολινδρινούς να ενταχθούν στα σώματα. Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1904, όταν ο Μελάς επέστρεψε στη Μακεδονία ως αρχηγός ένοπλου σώματος, τα νέα για την αποστολή του διαδόθηκαν σαν προσευχή.

Ο Κολινδρός, ήδη δικτυωμένος με τις επιτροπές της Νάουσας και του Ρουμλουκιού, αποτέλεσε ενδιάμεσο σταθμό πληροφοριών και ανεφοδιασμού.

Η πορεία του Παύλου Μελά δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Ήταν ηθική!

Και ο Κολινδρός, με τον τρόπο του, στάθηκε μέρος αυτής της ηθικής διαδρομής.

Οι άνθρωποι του τόπου, απλοί και ταπεινοί, είδαν σ’ εκείνον όχι έναν αξιωματικό, αλλά έναν αδελφό στον κοινό αγώνα για ελευθερία.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1904, η είδηση του θανάτου του στο χωριό Στάτιστα (σημερινός Μελάς Φλώρινας- μετονομάστηκε έτσι το 1927) σκόρπισε συγκίνηση.

Στον Κολινδρό, οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου χτύπησαν πένθιμα, κι όμως η φλόγα δεν έσβησε — γιατί ο Παύλος Μελάς είχε ήδη γίνει σύμβολο μιας ιδέας που δεν πεθαίνει!

Από εκείνη τη στιγμή, κάθε σπίτι, κάθε δάσκαλος, κάθε χωρικός του Κολινδρού ένιωθε πως συμμετείχε σε κάτι μεγαλύτερο από την καθημερινότητα: σε έναν αγώνα που θα όριζε τη μοίρα της Μακεδονίας και της Ελλάδας.

Το πέρασμα του Παύλου Μελά από τον Κολινδρό δεν ήταν τυχαίο.

Ήταν ορατό σημάδι μιας αόρατης συνέχειας — του δρόμου που ενώνει το τοπικό με το εθνικό, το ανθρώπινο με το ηρωικό.

Και αυτός ο δρόμος, ακόμη κι αν χάθηκε μέσα στα χρόνια, συνεχίζει να διασχίζει τη μνήμη του τόπου σαν ψίθυρος τιμής και καθήκοντος!

(Ανάρτηση από το fb)