Κωνσταντίνος Χατζηϊωαννίδης: Ποιος και πώς θα φέρει την πολιτική αλλαγή; Ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα στη νέα συγκυρία
Ποιος και πώς θα φέρει την πολιτική αλλαγή; Ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα στη νέα συγκυρία
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν με έντονο και σχεδόν δραματικό τρόπο την ανάγκη άμεσων διεργασιών, πρωτοβουλιών και κινήσεων που να απαντούν πειστικά στο κυρίαρχο ερώτημα: Ποιος και πώς θα φέρει την πολιτική αλλαγή; Δυστυχώς συνεχίζουμε να διαπιστώνουμε και να επισημαίνουμε, ότι από τα υπαρκτά κόμματα της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης δεν διαφαίνεται σήμερα ούτε η διάθεση ούτε η δυνατότητα να συγκλίνουν σε ένα αποτέλεσμα που να εμπνέει ελπίδα, προοπτική νίκης και ανανέωσης στους πολίτες.
Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι συνέχεια προβληματισμών που έχουν κατατεθεί από τον Ιανουάριο του 2024 και συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο για την επόμενη μέρα στον προοδευτικό χώρο. Προς το παρών οι απαντήσεις στο επίμαχο ερώτημα «ποιος και πώς θα φέρει την πολιτική αλλαγή?» στερεύουν και το όνομα του Αλέξη Τσίπρα ακούγεται πολύ συχνά και συζητιούνται οι κινήσεις του και ο ρόλος του στη νέα συγκυρία.
Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πλέον να συγκροτεί γύρω του ένα νέο πολιτικό momentum. Οι παρεμβάσεις του μέσω του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας και των δημόσιων εκδηλώσεων που διοργανώνει δεν αποτελούν απλώς προσωπικές πολιτικές τοποθετήσεις ή θεματικά φόρουμ. Αντίθετα, όλα δείχνουν πως αποτελούν οργανωτικό προθάλαμο για την επαναθεμελίωση ενός ευρύτερου προοδευτικού χώρου, ενδεχομένως μέσω νέου πολιτικού φορέα.
Η κριτική του σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ – χωρίς να καταφεύγει σε στείρες αντιπαραθέσεις – είναι ενδεικτική μιας στρατηγικής διαφοροποίησης, με στόχο να φανεί ότι ακούγεται ο απογοητευμένος προοδευτικός πολίτης. Η ρητορική του περί «πρόσθεσης και πολλαπλασιασμού» δεν αφορά απλώς κομματικές συνεργασίες, αλλά και νέα μοντέλα πολιτικής συμμετοχής, όπως φάνηκε στις εκδηλώσεις για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τα κοινωνικά δικαιώματα.
Ο Τσίπρας δεν επιδιώκει την ίδρυση κόμματος από τα πάνω, αλλά φαίνεται να ποντάρει στην ωρίμανση ενός κοινωνικού αιτήματος για πολιτική έκφραση. Το Ινστιτούτο λειτουργεί ως δεξαμενή ιδεών και εργαλείο διαβούλευσης, με προοπτική συστημικής τομής – και όχι υποχρεωτικά ριζοσπαστικής ρήξης. Η στόχευση σε μεσαία στρώματα, νέους και δημοκρατικούς πολίτες που σήμερα δεν εκπροσωπούνται επαρκώς δεν είναι τυχαία, είναι οι ίδιοι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και σήμερα βρίσκονται σε αποχή ή αναμονή.
Η συστηματική παραγωγή λόγου, οι «θεματικές προσυνεδριακές» του Ινστιτούτου και η εντεινόμενη συζήτηση για το «μετά τον ΣΥΡΙΖΑ» τοπίο, μαρτυρούν ότι υπάρχει σχέδιο. Το φθινόπωρο του 2025 διαγράφεται ως πιθανό χρονικό ορόσημο για διακήρυξη αρχών ή πολιτική συνδιάσκεψη, όχι απαραίτητα ίδρυση κόμματος, αλλά πλατφόρμας ή μετώπου με διαρκή αναφορά στην κοινωνία.
Η πολιτική και οργανωτική κρίση της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης είναι βαθιά. Ο Τσίπρας, παρά τις αντιφάσεις του, παραμένει ο μόνος με απήχηση, αναγνωρισιμότητα και εμπειρία εξουσίας. Η επιστροφή του στη δημόσια σφαίρα – θεσμικά, μεθοδικά αλλά και πολιτικά – υπερβαίνει την απλή αντιπολίτευση: διαμορφώνει σταδιακά το περίγραμμα ενός νέου προοδευτικού υποκειμένου, πέρα από τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ και εκτός της σκιάς του σημερινού ΠΑΣΟΚ.
Ο τρόπος οργάνωσης της δημόσιας παρουσίας του και η ρητορική του παραπέμπουν – με τρόπο μη μηχανικό, αλλά υπαρκτό – στο ιστορικό προηγούμενο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1974. Και τότε υπήρχε πολιτικό κενό, θεσμική κρίση, κοινωνική κόπωση. Και τότε εμφανίστηκε ένας ηγέτης, δοκιμασμένος, να προτείνει ένα νέο αφήγημα. Ο Τσίπρας δεν επιστρέφει, επανέρχεται – με στρατηγική, λόγο και σχέδιο.
Η παρέμβασή του το τελευταίο έτος έχει αποκρυσταλλωθεί γύρω από τρεις βασικούς πυλώνες:
- Ενότητα στον προοδευτικό χώρο, με όρους «πρόσθεσης και πολλαπλασιασμού» και όχι «διαίρεσης και αφαίρεσης» – όχι απλώς έκκληση συνεργασίας, αλλά νέα πολιτική γεωμετρία.
- Κριτική και αποστασιοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ (έστω με «τρόπο» διακριτικό ως ολοκληρωμένο ιστορικά εγχείρημα) και το ΠΑΣΟΚ (ως πολιτικά άνευρο και στάσιμο).
- Ανάγκη κοινωνικής θεμελίωσης του νέου εγχειρήματος, με αναφορά σε κοινωνικούς χώρους, συνδικάτα, φοιτητές, γειτονιές. Πρόκειται για φιλοσοφία «από τα κάτω» – όπως αυτή του ΠΑΣΟΚ του ’70.
Η φράση του Τσίπρα «ή με την κοινωνία ή με τους ολιγάρχες – δεν υπάρχει τρίτος δρόμος» δεν είναι απλώς συμβολισμός. Είναι κοινωνικο-ταξική τοποθέτηση, που προσπαθεί να απαντήσει στον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος με έναν νέο άξονα ενοποίησης.
Οι πληροφορίες από το περιβάλλον του Ινστιτούτου κάνουν λόγο για ώριμες πλέον επεξεργασίες, συλλογή θέσεων και πολιτικές προτάσεις έτοιμες να δημοσιοποιηθούν. Δεν πρόκειται για πρόχειρη πρωτοβουλία, αλλά για μεθοδικό χτίσιμο, με τελικό στόχο όχι απλώς νέο κόμμα, αλλά νέου τύπου πολιτικό υποκείμενο που:
- Δεν θα προκύψει από συμφωνίες κορυφής.
- Θα βασιστεί σε κινηματικές δομές και κοινωνικά δίκτυα.
- Θα επιδιώξει συμμετοχική θεμελίωση από τη βάση.
Το φθινόπωρο του 2025 θεωρείται πιθανό σημείο έναρξης μιας οργανωμένης πολιτικής διακήρυξης, ενώ δεν αποκλείεται η σύγκληση ιδρυτικής συνδιάσκεψης ή συνεδρίου εντός του 2026.
Η επανεμφάνιση του Τσίπρα δεν αφήνει αδιάφορους τους πολιτικούς του αντιπάλους. Το πιο ηχηρό κύμα αντίδρασης προέρχεται όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, αλλά από τη Νέα Δημοκρατία και την Ακροδεξιά πτέρυγα. Ο Μάκης Βορίδης, για παράδειγμα, μίλησε για «πατριωτισμό των Πρεσπών» και κατηγόρησε τον Τσίπρα ότι ετοιμάζει νέο κόμμα με το «βαθύ κράτος» και «διαχειρίστηκε καταστροφικά το μεταναστευτικό». Οι δηλώσεις αυτές δεν απευθύνονται σε έναν “τελειωμένο” πολιτικό, αλλά σε κάποιον που παραμένει απειλή για τη Δεξιά ηγεμονία.
Αντίστοιχα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου μιλά για «κρυπτόμενο πρώην πρωθυπουργό», σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσει την παρουσία του. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αντί να διατυπώσει δημιουργική εναλλακτική, επιλέγει σε παλαιοκομματικού τύπου επιθέσεις, εστιάζοντας στο πρόσωπο και όχι στο περιεχόμενο της πολιτικής του.
Όμως η επιμονή στις ίδιες κατηγορίες – «το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ», «έχασε από τον Μητσοτάκη», «είναι γνωστός και εύκολος αντίπαλος» – καταδεικνύει πολιτική αμηχανία, όχι ισχυρή στρατηγική. Αγνοούν ότι:
- Το ΟΧΙ του 2015 μετατράπηκε σε συμφωνία υπό καθεστώς ευρωπαϊκού εκβιασμού, αλλά νομιμοποιήθηκε εκ νέου στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
- Ο Τσίπρας δεν έχασε έτσι απλά τις εκλογές το 2019. Αντιστάθηκε επί 4,5 χρόνια σε Μνημόνια, γεωπολιτικές κρίσεις και δομικές πιέσεις, χωρίς να καταρρεύσει.
- Παρέδωσε τον ΣΥΡΙΖΑ δεύτερο κόμμα, κάτι που χάθηκε μετά την αποχώρησή του.
Η Ελλάδα βιώνει ξανά μια φάση θεσμικής φθοράς, κοινωνικής κόπωσης και πολιτικής ανασφάλειας. Η διακυβέρνηση της ΝΔ, παρά την επικοινωνιακή υπεροχή, δεν εμπνέει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται πειστικός παρά τις προσπάθειες επανεκκίνησης και πολιτικής του ενδυνάμωσης. Το ΠΑΣΟΚ μένει σε πολιτικό λήθαργο.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο Τσίπρας επανεμφανίζεται όχι ως σωτήρας, αλλά ως καταλύτης. Με σχέδιο, πολιτικό λόγο, κοινωνική αναφορά και ηγετική αντοχή. Δεν διεκδικεί επιστροφή στο παρελθόν, αλλά προτείνει νέο πλαίσιο για το μέλλον.
Η ερώτηση «ποιος θα φέρει την πολιτική αλλαγή» αποκτά σταδιακά απάντηση. Όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλοι, αλλά γιατί μόνον αυτός φαίνεται σήμερα να συνδυάζει την εμπειρία, τη στόχευση και τη δυνατότητα ηγεμονίας. Και αυτό, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος, επαναφέρει στο τραπέζι την ίδια την ιδέα της πολιτικής και με την επίγνωση μου, ότι αναφερόμαστε σε προσωπικές – υποκειμενικές αναγνώσεις και ερμηνείες όσων ακούμε και διαβάζουμε.
Σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός χρόνος είναι «μεστός», οι πολιτικές εξελίξεις μπορεί να είναι απρόβλεπτες σε ρυθμό, σε περιεχόμενο και σε ταυτότητα και όλοι μας, κόμματα και πολίτες, θα κριθούμε από την ετοιμότητα μας, τις επιλογές μας, την συμμετοχή μας.
Οι πολιτικές νύχτες είναι «γκαστρωμένες» και δεν γνωρίζουμε με σιγουριά τι θα γεννήσουν το πρωί, όπως θα έλεγε και ο θυμόσοφος και πολύπειρος Χαρίλαος Φλωράκης.