Ζούμε σε μια εποχή αντιφάσεων. Οι πολίτες αυτής της χώρας, εργαζόμενοι, μικρομεσαίοι, νέοι, συνταξιούχοι, βιώνουμε μια δύσκολη καθημερινότητα, γεμάτη αβεβαιότητα, άγχος και διαρκή προσαρμογή σε όλο και πιο απαιτητικές συνθήκες.

Η ακρίβεια ροκανίζει κάθε μήνα το εισόδημα, οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, η εργασιακή ανασφάλεια θεωρείται «κανονικότητα», ενώ η δημόσια παιδεία και υγεία δοκιμάζονται.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ακούμε διαρκώς πως «όλα πάνε καλύτερα». Πως η οικονομία αναπτύσσεται, πως οι επενδύσεις αυξάνονται, πως η χώρα «ανεβαίνει επίπεδο». Οι κυβερνητικές δηλώσεις και οι φιλικά προσκείμενοι σχολιαστές προβάλλουν μια εικόνα ευημερίας που δύσκολα συμβιβάζεται με τη ζωντανή εμπειρία των πολιτών. Είναι σαν να ζούμε δύο διαφορετικές ζωές. Τη δική μας πραγματικότητα, και εκείνη που μας σερβίρουν καθημερινά τα μέσα και οι πολιτικοί μηχανισμοί επικοινωνίας.

Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση, παγκόσμιο προϊόν αλλά με τοπικές παραλλαγές,  στηρίζεται στην ιδέα ότι η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο άτομα. Ότι η επιτυχία ή η αποτυχία είναι αποκλειστικά προσωπική υπόθεση, αποτέλεσμα ατομικής προσπάθειας ή οκνηρίας. Έτσι, κάθε κοινωνικό πρόβλημα μεταφράζεται σε προσωπική ανεπάρκεια. Αν δεν τα καταφέρνεις, «δεν προσπαθείς αρκετά». Αν δεν έχεις σταθερή δουλειά, «δεν προσαρμόστηκες στις ανάγκες της αγοράς». Αν δεν αντέχεις το κόστος ζωής, «ζεις πάνω από τις δυνατότητές σου».

Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική εξουσία αποσύρεται από την ευθύνη της, ενώ η κοινωνία μετατρέπεται σε πλήθος απομονωμένων μονάδων, εύκολα διαχειρίσιμων. Κι έτσι, η πραγματικότητα κατασκευάζεται επικοινωνιακά. Δεν χρειάζεται να βελτιωθεί, αρκεί να παρουσιαστεί διαφορετικά.

Τα εργαλεία της χειραγώγησης και η τεχνική είναι γνωστή και εξαιρετικά αποτελεσματική. Τα μέσα ενημέρωσης (έντυπα, τηλεοπτικά, ηλεκτρονικά) λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως φερέφωνα μιας συγκεκριμένης οικονομικοπολιτικής γραμμής. Οι έμμισθοι «αναλυτές» και σχολιαστές προωθούν μια οπτική που εξωραΐζει τις δυσκολίες, αποσιωπά τις ευθύνες, υποβαθμίζει τη διαμαρτυρία. Οι δημοσκοπήσεις, πολλές φορές αμφίβολης μεθοδολογίας και αξιοπιστίας, επαναλαμβάνονται με σκοπό όχι να καταγράψουν την κοινή γνώμη, αλλά να τη διαμορφώσουν. Να εμφυσήσουν το αίσθημα ότι «όλοι συμφωνούν» με την κυρίαρχη άποψη. Τα κοινωνικά δίκτυα, με τη δύναμη της αλγοριθμικής προτεραιότητας, προσφέρουν την ψευδαίσθηση συμμετοχής, ενώ στην πράξη καθοδηγούν τη σκέψη μέσα από φίλτρα, συναισθηματικές εκρήξεις και επιφανειακό διάλογο.

Το αποτέλεσμα είναι ένας πολίτης κορεσμένος από πληροφορία αλλά στερημένος από γνώση, διαρκώς συνδεδεμένος αλλά ουσιαστικά απομονωμένος.

Αυτή η επιμελώς κατασκευασμένη εικόνα έχει συνέπειες. Δημιουργεί ένα αίσθημα ματαιότητας. «Τίποτα δεν αλλάζει», «όλοι ίδιοι είναι», «εγώ θα σώσω τον κόσμο;». Η απογοήτευση οδηγεί στην αποχή, η αποχή ενισχύει τη στασιμότητα, και η στασιμότητα γίνεται έδαφος για ακόμη μεγαλύτερη χειραγώγηση.

Η πολιτική απομάκρυνση δεν είναι τυχαία· είναι το τελικό προϊόν ενός συστήματος που θέλει τον πολίτη παθητικό, κουρασμένο, και χωρίς συλλογική φωνή.

Είναι αυτή η μοίρα μας; Θα δεχτούμε ως φυσιολογική την απομόνωση και τον ατομικισμό; Θα αρκεστούμε στις χαμηλές προσδοκίες και στη διαχείριση της φτώχειας;  Θα τολμήσουμε να ξανασκεφτούμε τη θέση μας ως πολίτες μιας κοινωνίας και όχι ως καταναλωτές μιας ψευδαίσθησης;

Η διέξοδος δεν βρίσκεται στην απελπισία ούτε στην ανάθεση. Χρειάζεται οργανωμένη κοινωνική και πολιτική δράση. Να ξαναδούμε τα κοινωνικά κινήματα όχι ως «γραφικές μειοψηφίες», αλλά ως ζωντανές εκφράσεις αντίστασης και δημιουργίας.  Να αναζητήσουμε πηγές ενημέρωσης ανεξάρτητες, που δεν στηρίζονται σε κρατικές ή επιχειρηματικές επιχορηγήσεις. Να επενδύσουμε στη μόρφωση και τη γνώση – όχι ως τυπικό προσόν, αλλά ως μέσο χειραφέτησης. Να επανέλθουμε στη μελέτη των κλασικών και σύγχρονων θεωρητικών που ανέλυσαν την εξουσία, την ιδεολογία, την κοινωνική αλλοτρίωση. Να αποκτήσουμε ιδεολογικό εξοπλισμό ικανό να αποδομήσει τη ρητορική του «μονόδρομου».

Και, πάνω απ’ όλα, να ξαναθυμηθούμε ότι το ατομικό μας πρόβλημα είναι πάντα και συλλογικό. Ο μισθός, η στέγη, η δημόσια υγεία, η ποιότητα της ζωής μας δεν είναι ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά πολιτικά ζητήματα.

Η πραγματικότητα που ζούμε δεν αλλάζει με διαγγέλματα ούτε με hashtags. Αλλάζει όταν την αμφισβητούμε ενεργά, όταν αρνούμαστε να την αποδεχτούμε ως μοιραία.

Δεν είναι η μοίρα μας η απομόνωση. Δεν είναι επιλογή μας η σιωπή. Και σίγουρα δεν είναι στόχος μας οι χαμηλές προσδοκίες. Η αλήθεια δεν κρύβεται στα δελτία των 8.  Βρίσκεται στους δρόμους, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στις γειτονιές.

Ας ξαναδούμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια. Ας μιλήσουμε, ας δράσουμε, ας σκεφτούμε συλλογικά.
Γιατί η πραγματικότητα που αξίζουμε δεν είναι αυτή που ζούμε, είναι εκείνη που θα δημιουργήσουμε εμείς για εμάς και για τα παιδιά μας.