Κωνσταντίνος Χατζηϊωαννίδης: Όταν μας λένε τι να πιστεύουμε
Τα μεγάλα κανάλια μάς λένε κάθε μέρα τι να πιστεύουμε και πώς να σκεφτόμαστε. Όλα ίδια, όλα συντονισμένα. Μας μιλάνε για «συντηρητικοποίηση», για «ήττα της Αριστεράς» και για «καλύτερη ζωή». Μα η πραγματική ήττα είναι αλλού: όταν αρχίζουμε να πιστεύουμε τα ψέματα για αλήθειες.
Παρακολουθώ με προσοχή, όπως φαντάζομαι και πολλοί συμπολίτες μου, τις ειδήσεις, τις εκπομπές και τον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, στα μεγάλα κανάλια τόσο εθνικής όσο και περιφερειακής εμβέλειας.
Όλο και πιο συχνά μένω με το ίδιο ερώτημα: πώς γίνεται όλοι να λένε τα ίδια; Είτε ανοίξεις τηλεόραση εθνικής εμβέλειας είτε κάποιο κανάλι της περιφέρειας μέσω διαδικτύου, εκτός μερικών λίγων εξαιρέσεων, το «τραγούδι» είναι το ίδιο. Ίδια θέματα, ίδιο ύφος, ίδιο συμπέρασμα. Λες και υπάρχει ένα «κέντρο» κάπου, που δίνει γραμμή τι θα ειπωθεί, πώς θα ειπωθεί και κάθε πότε θα ειπωθεί.
Ο δημόσιος διάλογος, αν μπορεί πια να χαρακτηριστεί έτσι, φαίνεται να έχει γίνει μονοθεματικός. Τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια επιχειρήματα, η ίδια ερμηνεία της πραγματικότητας.
Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, έχει στηθεί μια ολόκληρη αγωνιώδης προσπάθεια να μας πείσουν ότι η ελληνική κοινωνία «συντηρητικοποιείται». Ότι η Δεξιά και η ακόμα πιο Δεξιά κυριαρχούν ή πρόκειται να κυριαρχήσουν πλήρως, ότι είναι πια ο μόνος δρόμος.
Μας λένε, δηλαδή, πως ο κόσμος έχει αλλάξει, πως οι ιδέες της προόδου, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης έχουν “ξεπεραστεί”. Και το χειρότερο; Μας βάζουν να το λέμε κι εμείς μεταξύ μας. Στο καφενείο, στη δουλειά, στο σχολείο, στο σπίτι, παντού ακούς τις ίδιες φράσεις, τα ίδια “τσιτάτα” που λίγο πριν ακούστηκαν στην τηλεόραση.
Δεν σταματούν όμως εκεί. Μεθοδικά επιχειρούν να διαμορφώσουν όχι απλώς γνώμη, αλλά συνείδηση. Να μετατρέψουν τους πολίτες, τους τηλεθεατές, τους ακροατές, τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε άθελους αναμεταδότες αυτής της κατασκευασμένης αφήγησης.
Έτσι, τα «ευφυή» συνθήματα και τα επινοημένα «αποφθέγματα» ταξιδεύουν από τα τηλεπαράθυρα στα καφενεία, στα σχολεία, στους χώρους εργασίας, στις παρέες, ακόμα και στα σπίτια μας.
Με μεγάλη ευκολία, οι «ειδικοί» των πάνελ συγκρίνουν την Ελλάδα με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Γερμανία και τη Γαλλία, σαν να πρόκειται για κοινωνίες με τα ίδια ιστορικά, πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα. Κι αφού αυτά δεν ταιριάζουν και δεν τους βολεύουν, επινοούν με πειστικότητα και αυτοπεποίθηση αυτά που ταιριάζουν και βολεύουν, τα φτιάχνουν όπως θέλουν και τα παρουσιάζουν ως «αντικειμενικές αλήθειες».
Πρέπει, λένε, και η Ελλάδα να μοιάσει, να γίνει όπως οι ΗΠΑ. Έτσι, μας λένε για παράδειγμα, πως αν στην Ελλάδα εμφανιζόταν ένας δισεκατομμυριούχος σαν τον Τραμπ, θα τον ψήφιζε όλος ο κόσμος. Ποιος το είπε αυτό; Κανείς. Αλλά το παρουσιάζουν με τέτοια «σοβαρότητα», που πολλοί το πιστεύουν.
Επιμένουν και παρουσιάζουν τον Έλληνα πολίτη, τον εργαζόμενο, τον μαθητή, τον φοιτητή, τον άνεργο, τον συνταξιούχο «δέσμιο» του λογοπαίγνιου που το αναδεικνύουν ως κομβικό δίλημμα: «Γιατί να ψηφίσω τον τάδε και να μην ψηφίσω τον άλλον, που ο άλλος είναι το αφεντικό του τάδε;».
Αποκλείουν έτσι το ενδεχόμενο να υπάρχει ή να μπορεί να υπάρξει κάποιος άλλος τάδε, μια άλλη εναλλακτική δυνατότητα επιλογής και απάντησης, ενισχύοντας παράλληλα την αδιέξοδη επιλογή της αποχής. Σενάρια χωρίς έρεισμα στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά με συγκεκριμένο στόχο. Να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι ο πλούτος και η «επιτυχία» είναι από μόνα τους πολιτικό προσόν.
Το ίδιο κάνουν και με την καθημερινότητα. Μας λένε πως «οι Έλληνες ζουν καλύτερα τώρα απ’ ό,τι πριν δέκα χρόνια». Πραγματικά; Ποιος ζει καλύτερα; Ο μισθωτός που δεν φτάνει ο μισθός ως το τέλος του μήνα; Ο νέος που δουλεύει με μπλοκάκι και περιμένει να πληρωθεί; Ο συνταξιούχος που μετράει τα φάρμακα ένα-ένα;
Κι όμως, τα λένε. Και το παρουσιάζουν σαν απόδειξη ότι “η Αριστερά ηττήθηκε”.
Όμως δεν ηττήθηκε η Αριστερά ως αξιακό ρεύμα, ως κοινωνική αναφορά και ως συλλογική συνείδηση. Ηττήθηκαν πολιτικές συλλογικότητες και κόμματα που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερά και την εξέφραζαν πολιτικά. Η Αριστερά δεν εξαφανίστηκε, ούτε η ελληνική κοινωνία «συντηρητικοποιήθηκε».
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που επιλέγουν ή οδηγούνται στην αποχή δεν ταυτίζονται με τη δεξιά ή την ακροδεξιά, αντίθετα, βρίσκονται σε βαθιά απόσταση από αυτές, απογοητευμένοι από τα πρόσωπα και τις πολιτικές που υποτίθεται πως εξέφραζαν την ελπίδα για κάτι διαφορετικό.
Η αποχή δεν είναι ένδειξη συντηρητισμού. Είναι συχνά μια σιωπηλή μορφή αντίστασης και αποδοκιμασίας απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Μα γιατί να μιλάμε για «ήττα της Αριστεράς»; Γιατί να μη μιλάμε για τις ήττες της κοινωνίας; Για τις πολιτικές της δεξιάς και της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας που, από το 2000 τουλάχιστον και μετά, υπήρξαν ολέθριες, ληστρικές και κοινωνικά καταστροφικές, ρήμαξαν μισθούς, εργασιακά δικαιώματα, δημόσιες υπηρεσίες και ελπίδες.
Η αλήθεια είναι απλή. Η ελληνική κοινωνία δεν έγινε πιο συντηρητική. Απλώς κουράστηκε να ακούει τα ίδια και τα ίδια, από τα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες οθόνες.
Κι όσο οι φωνές που αντιστέκονται σ’ αυτό το στημένο αφήγημα μένουν λίγες, τόσο πιο εύκολο είναι για κάποιους να πείσουν ότι «έτσι είναι τα πράγματα».
Ο ρόλος, λοιπόν, της δημοσιογραφίας και ιδιαίτερα της τοπικής δημοσιογραφίας και του περιφερειακού Τύπου είναι πιο κρίσιμος από ποτέ. Γιατί όσο η δημόσια συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη στα τηλεπαράθυρα και στους επαγγελματίες της «ενημέρωσης», τόσο η κοινωνία θα απομακρύνεται από την αλήθεια, τη δική της αλήθεια.
Έχει σημασία η τοπική ενημέρωση. Ο περιφερειακός Τύπος, τα μικρά μέσα, οι άνθρωποι που γράφουν με ευθύνη απέναντι στον τόπο τους.
Γιατί αν αφήσουμε τη συζήτηση να γίνεται μόνο στα τηλεπαράθυρα της Αθήνας, τότε η φωνή της κοινωνίας μας θα χαθεί μέσα στον θόρυβο.
Κι αυτό, να το θυμόμαστε, θα είναι η πιο μεγάλη ήττα. Όχι της Αριστεράς. Η ήττα των πολλών απέναντι στους λίγους. Η ήττα της λογικής απέναντι στην προπαγάνδα. Η ήττα της ίδιας της κοινωνίας της εργασίας. Και τότε, όταν μας πουν ξανά «έτσι είναι τα πράγματα», δε θα φταίνε εκείνοι που το είπαν, αλλά εμείς που το πιστέψαμε.