Ιωάννης Ιντζές: Στα Τέμπη θα μετρηθούν συνειδήσεις
Η υπογραφή της πρότασης των συγγενών των θυμάτων για Προανακριτική από 4 κόμματα της Αντιπολίτευσης, έχει επιφέρει μία σημαντική τροπή στην διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών.
Το κίνημα ΝΙΚΗ, από την αρχή της τραγικής αυτής υπόθεσης είχε στηρίξει τον αγώνα των συγγενών των θυμάτων, οι οποίοι πέρα από κάθε κομματική ή άλλη σκοπιμότητα επιθυμούν την απόδοση δικαιοσύνης.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις που έγινανγια τα Τέμπη στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα, στις 23 Φεβ 2025, διαπίστωσαν ότι αυτήν την φορά η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, κυρίως νέοι και ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση, απαιτεί να λάμψει η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Η Κυβέρνηση, στην όλη προσπάθεια της να συγκαλύψει τις εγκληματικές της ευθύνες, τόσο πριν, όσο κυρίως μετά από το δυστύχημα, δεν υπολόγισε σωστά το ψυχικό σθένος και την αποφασιστικότητα των συγγενών των θυμάτων, με προεξάρχουσα την Μαρία Καρυστιανού. Θεώρησε ότι ο πόνος τους θα καταλαγιάσει με τον χρόνο και οι αντοχές τους, απέναντι σε ένα πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό που κινητοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή, θα ήταν μειούμενες. Όσοι έχουν μιλήσει με συγγενείς των θυμάτων, είτε πρόκειται για διακεκριμένους επιστήμονες,είτε για απλούς ανθρώπους, μπορούν να διαπιστώσουν αυτήν την αποφασιστικότητα και τη θέληση να πάνε την υπόθεση μέχρι το τέρμα.
Οι συγγενείς των θυμάτων λοιπόν, ένωσαν τις δυνάμεις τους και έκαναν μία συνεκτική και αποτελεσματική ομάδα, τον «Σύλλογο ατόμων πληγέντων δυστυχήματος Τεμπών 28-2-2023». Προσέλαβαν ειδικούς επιστήμονες,εμπειρογνώμονες, νομικούς και έκαναν την δική τους έρευνα και συλλογή στοιχείων. Το αποτέλεσμα ήταν μία άρτια πρόταση για σύσταση προανακριτικής και την παραπομπή 11 πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Πρωθυπουργού και με κατηγορίες για κακουργήματα όπως, ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη από ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή,κακουργηματική έκθεση κατά συρροή, επικίνδυνες παρεμβάσεις στην συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς,κακουργηματική απιστία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, παρασιώπηση εγκλημάτων, υπόθαλψη – παρεμπόδιση της δικαιοσύνης και απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στιςκατηγορίες περιλαμβάνεται και η εσχάτη προδοσία, η οποία με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται υπερβολική. Αυτό προσπάθησε να δείξει και ο Εκπρόσωπος Τύπου της Κυβέρνησης, ο οποίος όμως μίλησε για «ηθικό και πολιτικό κατήφορο της αντιπολίτευσης» και για «χυδαία απόπειρα εκμετάλλευσης» της τραγωδίας. Η πρόταση όμως αυτή δεν ήταν της αντιπολίτευσης, αλλά των συγγενών των θυμάτων, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν την δική τους τραγωδία.
Το άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα ως εσχάτη προδοσία αναφέρει: «Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού…». Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι δεν υπήρξε βία. Μήπως όμωςυπήρξε απειλή; Μήπως υπήρξε προσπάθεια επηρεασμού των θεσμών του πολιτεύματος;
Η πρόταση των συγγενών βασίζει αυτήν την κατηγορία στην παρέμβαση του Πρωθυπουργού στο έργο της δικαιοσύνης σε μια υπόθεση για την οποία ελεγχόταν χειρισμοί και παραλείψεις της Κυβέρνησης.
Να θυμηθούμε λίγο τα γεγονότα.
Το τραγικό δυστύχημα συνέβη στις 28 Φεβ 2023. Την υπόθεση διερεύνησης ανέλαβε ως όφειλε ο φυσικός δικαστής, η Ανακρίτρια Λάρισας, Ελένη Σούρλα. Λίγεςημέρες μετά και ενώ ήταν σε εξέλιξη η προσπάθεια «μπαζώματος» της υπόθεσης (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ο Πρωθυπουργός,στις 06/03/2023, ζήτησε προσωπικά με επιστολή από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Ντογιάκο, να αναβαθμιστεί (δήθεν) η υπόθεση των Τεμπών στο υψηλότερο ανακριτικό επίπεδο. Έτσι, λίγο αργότερα στις 14/03/2023, την ανάκριση ανέλαβε ο Ειδικός Εφέτης Ανακριτής, κ. Σωτήριος Μπακαΐμης. Το γεγονός ότι είχαμε την παρέμβαση του κ. Μητσοτάκη, χωρίς κανένα νομικό έρεισμα, για την αλλαγή του Ανακριτή της υπόθεσης, δεν είναι μικρής σημασίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θα υπήρχε κάποια σκοπιμότητα για να έχει η Κυβέρνηση μία πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση στην έρευνα της υπόθεσης. Εάν δηλαδή φτάνει η Κυβέρνηση να επιλέγει τους δικαστές που θα ερευνήσουν τις ενδεχόμενες ευθύνες της σε ένα τόσο μεγάλο και τραγικό δυστύχημα, τότε αυτό είναι μείζον θέμα που πλήττει το δημοκρατικό μας πολίτευμα και την διάκριση των εξουσιών.
Την παρέμβαση αυτή του Πρωθυπουργού, στηλίτευσε με ανακοίνωση της και η αρμόδια Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων όταν μίλησε για ενέργεια που «συνιστά ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης». Και όλα αυτά με την υποψία ότι υπήρξε προσπάθεια μεθόδευσης για να αναλάβει την υπόθεση συγκεκριμένος Ανακριτής. Σε τελική ανάλυση, αποτελεί έργο της προανακριτικής που θα συσταθείνα εξετάσει τις «αποχρώσεις ενδείξεις» αυτής της όντως υπερβολικής κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι προς όφελος και της Κυβέρνησης, να μη μείνει η παραμικρή σκιά και υποψία.
Η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας δεν είναι υπερβολική και για έναν άλλον λόγο.
Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί ότι για την παραβίαση του Συντάγματος δεναπαιτούνται τεθωρακισμένα, βία και πυροβολισμοί. Αρκεί μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η κατάλληλη επικοινωνιακή προπαγάνδα και το Σύνταγμα γίνεται φτερό. Αυτό έγινε με την εφαρμογή των εθνοκτόνων μνημονίων, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την υπογραφή της προδοτικής Συμφωνίας των Πρεσπών, τις τηλεφωνικές υποκλοπές, το νόμο για τα ιδιωτικά ΑΕΙ, τον ψευτογάμο, την αλλοίωση του σκοπού της Παιδείας, την καταπάτηση του δάσους για κατασκευή ΑΠΕ, κλπ, μέχρι και τις πρόσφατες νομοθετήσεις για τον Προσωπικό Αριθμό, αλλά και το στήσιμο της διαφθοράς και της απάτηςστις επιδοτήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Συμπερασματικά, η πρόταση αυτή για τη σύσταση Προανακριτικής περιέχει όλη την εξέλιξη της υπόθεσης και τα σχετιζόμενα γεγονότα. Περιγράφει με λεπτομέρεια πως η Κυβέρνηση αγνόησε εγκληματικά όλες τις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους ασφαλείας, αλλά και πως ενήργησε μετά την πρόκληση του δυστυχήματος κατά την διαδικασία του γνωστού μπαζώματος και την εξαφάνιση πολύτιμων αποδεικτικών στοιχείων. Όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχαστούν, αλλά να διερευνηθούν από την αρμόδια, από το ισχύον Σύνταγμα, Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής.
Τα ΤΕΜΠΗ θα αποτελέσουν καμπή στην νεότερη ιστορία της Ελλάδος και θα πρέπει όλοι οι Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου να διαλέξουν πλευρά κοιτώντας στα μάτια τους συγγενείς των θυμάτων και τον Ελληνικό Λαό.
* Ο Ιωάννης Ιντζές είναι Αντιστράτηγος ε.α. απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας και κάτοχος Μεταπτυχιακού στην «Εφαρμοσμένη Στρατηγική και τη Διεθνή Ασφάλεια». Είναι Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Προέδρου της ΝΙΚΗΣ και Υπεύθυνος του Τομέα Εθνικής Άμυνας.